αμπαριάζω

αμπαριάζω
μετ.
1) помещать в амбар, на склад; Ч2) грузить в трюм

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμπαριάζω" в других словарях:

  • αμπαριάζω — 1. αποθηκεύω στο αμπάρι σιτηρά, καρπούς, τρόφιμα 2. τοποθετώ τα εμπορεύματα που πρόκειται να μεταφερθούν στο κύτος τού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αμπάρι. ΠΑΡ. αμπάριασμα] …   Dictionary of Greek

  • αμπαριάζω — ιασα, ιασμένος, αποθηκεύω: Έχουμε αμπαριασμένο κάμποσο στάρι φετινό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμπάρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 90 κάτ.) του νομού Ηλείας. Βρίσκεται στις ΝΑ απολήξεις του βουνού Φολόη. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * το 1. αποθήκη χτιστή ή ξύλινη σε σχήμα μικρού κιβωτίου, όπου φυλάσσονται καρποί,… …   Dictionary of Greek

  • αμπάριασμα — το [αμπαριάζω] αποθήκευση σε αμπάρι …   Dictionary of Greek

  • απαριάζω — (Μ ἀπαριάζω) παρακμάζω, παραμελώ, παραγκωνίζω, εγκαταλείπω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. απαριάζω ετυμολογείται από το παρjάζω < παρεάζω (πρβλ. μσν. παρεάω «αφήνω κάτι να φύγει, εγκαταλείπω»), ενώ κατ άλλους από αμπαριάζω < αναπαριάζω. Σύμφωνα τέλος με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»